- γενέσιον
- γενέσιοςday kept in memory of the birthday of the deadmasc/fem acc sgγενέσιοςday kept in memory of the birthday of the deadneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γενέσιον — neut nom/voc/acc sg Γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενεσίοις — Γενέσιον neut dat pl Γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενεσίου — Γενέσιον neut gen sg Γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενεσίων — Γενέσιον neut gen pl Γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενεσίῳ — Γενέσιον neut dat sg Γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γενέσια — Γενέσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέσιος — ον (AM γενέσιος, ον) [γενέτης] το ουδ. ως ουσ. η επέτειος τής γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών τού παρελθόντος («το Γενέσιον τού Προδρόμου», «τα Γενέσια τής Θεοτόκου») μσν. το ουδ. ως ουσ. η γέννηση αρχ. 1. (για θεό) ο προστάτης ενός… … Dictionary of Greek
Βηθλεέμ, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στο Κορωπί της Αττικής, αφιερωμένο στο Γενέσιον του Κυρίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (έδρα Σπάτα). Ιδρύθηκε το 1970 … Dictionary of Greek
Βρύσης, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στη Σίφνο, αφιερωμένο στο Γενέσιον της Θεοτόκου, κοντά στον οικισμό Εξάμπελα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Ιδρύθηκε τον 16ο αι. και ανακαινίστηκε τον 17ο. Στο ηγουμενείο του φυλάσσονται… … Dictionary of Greek